παραταξιακός

παραταξιακός
-ή, -ό [παράταξη]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μια παράταξη, ιδεολογική, πολιτικοκοινωνική, συνδικαλιστική κ.ά.
επίρρ...
παραταξιακά, -ώς
με τρόπο σύμφωνο με τις ιδέες και τους σκοπούς τής παράταξης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”